Advocatus Diaboli

Τετάρτη, Αυγούστου 30, 2006

Το μικρό προσφυγάκι

Το βαρκάκι πλέει στον αβαθή κόλπο της Σμύρνης. Από τον αέρα κουνιέται σαν καρυδότσουφλο. Θα φυσάει και αύριο όπως δείχνει απ’ τα κατακόκκινα σύννεφα. Απ’ τον καιρό κι απ’ τη μοίρα σου, δεν μπορείς να ξεφύγεις, σκέφτεται. Το παιδί στην αγκαλιά του, τυλιγμένο με κουβέρτα μάλλινη- αυτή βρέθηκε μέσα στη βιασύνη, τον βαραίνει και τον ζεσταίνει. Τώρα έπρεπε να δει το φως κι αυτό Παναγία μου;
Μια εβδομάδα απ’ τη Χάρη Της και φως πουθενά. Τους λησμόνησε; Τους απαρνήθηκε; Είκοσι δύο Αυγούστου. Δυο μέρες πριν, διατάχθηκε να φύγει απ’ τη Νύσσα. Σήμερα τον συμβούλεψαν να αφήσει και το Αΐδίνι, όπου είχε καταφύγει, τη Μικρά Ασία γενικά. Το μέτωπο έσπασε. Τώρα κατάλαβε γιατί αυτή η έντρομη, πανικόβλητη φυγή προς τη Σμύρνη των χριστιανών της περιοχής, που μέχρι στιγμή τού ήταν ανεξήγητη.
Τους μεταφέρουν προς τα μεγάλα καράβια που έχουν αγκυροβολήσει στ’ ανοιχτά. Ο,τι βρέθηκε, εμπρορικό, οπλιταγωγό, φρεγάτα, -όχι και πολλά πάντως- παραλαμβάνει πρόσφυγες. Για λίγο, μέχρι να ησυχάσουν τα πράγματα. Θα επιστρέψουν ξανά στις πατρογονικές εστίες, στην αγαπημένη γη της Ιωνίας, θα ξαναφτιάξουν από την αρχή όσα καταστράφηκαν, όσα χάθηκαν. Συνηθισμένοι.
Δεν μπορεί να ανέβει εύκολα τη σχοινένια σκάλα του καραβιού, νιώθει το βάρος στην αγκαλιά του τεράστιο. Προσοχή. Δεν του έχει απομείνει άλλο τίποτα. Τέλος, σωριάζεται σε μια γωνιά του καταστρώματος με τον αρχιεργάτη του σιμά του. Το παιδί. Προπαντός το παιδί.
Τους περιτριγυρίζουν σα μελίσσι οι γυναίκες, τους προσφέρουν βοήθεια, γάλα για το μωρό, αλλαξιές, νεράκι. Τις ευχαριστούν θερμά, μα δεν δέχονται τίποτα. Εχουν κάνει το κουμάντο τους. Και, είναι τόσο ήσυχο το τζιέρι μου, που δεν το ακούν ούτε να κλαίει. Πόσο χρονών; Τους ρωτούν. Δύο παρά κάτι. Μικροφτιαγμένο, όμως. Δεν απαντούν. Ο κύριος Κωνσταντίνος, όπως έχει συστηθεί, το κρατά διαρκώς επάνω του. Δεν ανοίγει την κουβέρτα να δροσιστεί το καημένο λίγο. Θα το σκάσει.
Σιγά- σιγά, τραβούν επάνω τους όλη την προσοχή. Δύο άντρες, να έχουν ένα μικρό παιδί που μάλιστα δεν ζητά τίποτα, περίεργο δεν είναι; Τι να σκεφτεί κανείς σε μέρες τόσο δύσκολες; Μήπως δεν έζησε κανένας απ’ την οικογένειά του και το έσωσαν; Μήπως χάθηκε μέσα στον τρόμο της φυγής και το πήραν να ψάξουν αργότερα τους δικούς του; Μήπως είναι άρρωστο; Ή, ίσως, πεθαμένο;
Πολιορκούν τώρα τους δύο άντρες. Αφήστε μας να σας βοηθήσουμε, τους λεν. Να το ταΐσουμε, να το αλλάξουμε. Να το χαΐδέψουμε. Αν δεν ξέρετε τη φαμίλια του, να του βρούμε εμείς μια. Να, το Μαριγάκι, που έχασε το μωρό της πριν φτάσει στο καράβι, έχει ακόμα γάλα. Κάντε ένα ψυχικό, να της το δώσετε.
Προσπαθούν να τις απομακρύνουν, αλλά δεν γίνεται. Κοντεύουν να φτάσουν σε παροξυσμό. Τους κάνουν νοήματα, να σωπάσουν. Ο Κωνσταντίνος το κρατά πάντοτε σφιχτά και τα μάτια του τρέχουν δάκρυα. Ανοίγει την κουβέρτα και φωνάζουν όλες με δύναμη: αααα! Κοιτούν και ξανακοιτούν, εντυπωσιασμένες. Το παιδί δεν είναι του κόσμου τούτου, μα ενός κόσμου που έχει για πάντα χαθεί. Κλαίνε κι εκείνες μαζί τους. Υστερα, αφήνουν στην ησυχία τους τους δύο άντρες με το πέτρινο αγόρι τους και ξανακαταπιάνονται με τα δικά τους. Ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης, συνεχίζει να διαβάζει το ημερολόγιο ανασκαφής «εν Νύση, επί Μαιάνδρω, 1922»:


«Το πολυτιμότερον των κινητών ευρημάτων είνε το μικρόν αγαλμάτιον. Ευρέθη προς ανατολάς της ανατολικής πλευράς της αντικρύ του νοτίου τοίχου του Γεροντικού κρήνης εκτισμένον με την κεφαλήν προς τα κάτω εις τοίχον υστερωτέρου δωματίου. Εχει ύψος 0,63. Το αγαλμάτιον παριστά όχι πλήρως διετή παίδα, όστις προ μικρού απέκτησε την δύναμιν να βηματίζει, κρατούντα όχι άνευ κόπου σφικτά επί του στήθους μικρόν Μελιταίον κύνα. Φορεί ως μόνον ένδυμα το σύνηθες κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους, είδος χλαίνης μετά συναφούς καλύμματος της κεφαλής, έχοντος οξείαν κορυφήν, κεκομβωμένον ενταύθα δια μεγάλου δισκοειδούς κομβίου υπό τον λαιμόν.

Μη αισθανόμενος εαυτόν αρκούντως ασφαλή ο κύων μεταξύ των χειρών του μικρού του συντρόφου, και πιεζόμενος δυσαρέστως πατεί εισέτι με το εν εκ των οπισθίων σκελών επί του εδάφος και δια του ετέρου κάμνει κίνησιν ώς να ήθελε να απαλλάξει το σώμα του ηπίως από της περισφίξεως. Η πράξις προξενεί πολλήν ηδονήν εις τον ατάσθαλον μικρόν και εν τω προσώπω του εικονίζεται όλη η χαρά και ικανοποίησις δια το μέγα κατόρθωμα».

7 Comments:

  • Το άγαλμα βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Δεν το λεν Μικρό προσφυγάκι, αλλά Προσφυγάκι σκέτο- όμως εμένα μού αρέσει αυτό.

    By Blogger advocatus diaboli, at 2:42 μ.μ.  

  • Εξαιρετική ιστορία!

    By Blogger αθεόφοβος, at 7:14 μ.μ.  

  • Εν μέρει αληθινή. Πράγματι, ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης, έφορος αρχαιοτήτων της Ελλάδας στη Μικρά Ασία, έφερε με το σπάσιμο του μετώπου στην Αθήνα το άγαλμα. Σε όλο το ταξίδι το κρατούσε αγκαλιά σε μια κουβέρτα. Αυτοί ήταν Ανθρωποι!

    By Blogger advocatus diaboli, at 7:17 μ.μ.  

  • Εντυπωσιακό!

    By Blogger Serenity, at 11:13 μ.μ.  

  • Μελαγχολικό ποστ...

    για τα τόσα πέτρινα προσφυγάκια που έμειναν πίσω....

    και για τα προσφυγάκια με σάρκα και οστά που χάθηκαν στο δρόμο...

    By Blogger Μαύρος Γάτος, at 1:35 π.μ.  

  • Πολύ συγκινητική ιστορία. Δυό φορές,
    επειδή είναι αληθινή ...

    By Anonymous Ανώνυμος, at 3:28 π.μ.  

  • Αυτό το Προσφυγάκι το αγαπώ χρόνια. Μου το θύμισες με πολλή πολλή συγκίνηση

    By Blogger Eleni63, at 12:25 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<


myspace graphics

myspace graphics