Το μικρό προσφυγάκι
Μια εβδομάδα απ’ τη Χάρη Της και φως πουθενά. Τους λησμόνησε; Τους απαρνήθηκε; Είκοσι δύο Αυγούστου. Δυο μέρες πριν, διατάχθηκε να φύγει απ’ τη Νύσσα. Σήμερα τον συμβούλεψαν να αφήσει και το Αΐδίνι, όπου είχε καταφύγει, τη Μικρά Ασία γενικά. Το μέτωπο έσπασε. Τώρα κατάλαβε γιατί αυτή η έντρομη, πανικόβλητη φυγή προς τη Σμύρνη των χριστιανών της περιοχής, που μέχρι στιγμή τού ήταν ανεξήγητη.
Τους μεταφέρουν προς τα μεγάλα καράβια που έχουν αγκυροβολήσει στ’ ανοιχτά. Ο,τι βρέθηκε, εμπρορικό, οπλιταγωγό, φρεγάτα, -όχι και πολλά πάντως- παραλαμβάνει πρόσφυγες. Για λίγο, μέχρι να ησυχάσουν τα πράγματα. Θα επιστρέψουν ξανά στις πατρογονικές εστίες, στην αγαπημένη γη της Ιωνίας, θα ξαναφτιάξουν από την αρχή όσα καταστράφηκαν, όσα χάθηκαν. Συνηθισμένοι.
Δεν μπορεί να ανέβει εύκολα τη σχοινένια σκάλα του καραβιού, νιώθει το βάρος στην αγκαλιά του τεράστιο. Προσοχή. Δεν του έχει απομείνει άλλο τίποτα. Τέλος, σωριάζεται σε μια γωνιά του καταστρώματος με τον αρχιεργάτη του σιμά του. Το παιδί. Προπαντός το παιδί.
Τους περιτριγυρίζουν σα μελίσσι οι γυναίκες, τους προσφέρουν βοήθεια, γάλα για το μωρό, αλλαξιές, νεράκι. Τις ευχαριστούν θερμά, μα δεν δέχονται τίποτα. Εχουν κάνει το κουμάντο τους. Και, είναι τόσο ήσυχο το τζιέρι μου, που δεν το ακούν ούτε να κλαίει. Πόσο χρονών; Τους ρωτούν. Δύο παρά κάτι. Μικροφτιαγμένο, όμως. Δεν απαντούν. Ο κύριος Κωνσταντίνος, όπως έχει συστηθεί, το κρατά διαρκώς επάνω του. Δεν ανοίγει την κουβέρτα να δροσιστεί το καημένο λίγο. Θα το σκάσει.
Σιγά- σιγά, τραβούν επάνω τους όλη την προσοχή. Δύο άντρες, να έχουν ένα μικρό παιδί που μάλιστα δεν ζητά τίποτα, περίεργο δεν είναι; Τι να σκεφτεί κανείς σε μέρες τόσο δύσκολες; Μήπως δεν έζησε κανένας απ’ την οικογένειά του και το έσωσαν; Μήπως χάθηκε μέσα στον τρόμο της φυγής και το πήραν να ψάξουν αργότερα τους δικούς του; Μήπως είναι άρρωστο; Ή, ίσως, πεθαμένο;
Πολιορκούν τώρα τους δύο άντρες. Αφήστε μας να σας βοηθήσουμε, τους λεν. Να το ταΐσουμε, να το αλλάξουμε. Να το χαΐδέψουμε. Αν δεν ξέρετε τη φαμίλια του, να του βρούμε εμείς μια. Να, το Μαριγάκι, που έχασε το μωρό της πριν φτάσει στο καράβι, έχει ακόμα γάλα. Κάντε ένα ψυχικό, να της το δώσετε.
Προσπαθούν να τις απομακρύνουν, αλλά δεν γίνεται. Κοντεύουν να φτάσουν σε παροξυσμό. Τους κάνουν νοήματα, να σωπάσουν. Ο Κωνσταντίνος το κρατά πάντοτε σφιχτά και τα μάτια του τρέχουν δάκρυα. Ανοίγει την κουβέρτα και φωνάζουν όλες με δύναμη: αααα! Κοιτούν και ξανακοιτούν, εντυπωσιασμένες. Το παιδί δεν είναι του κόσμου τούτου, μα ενός κόσμου που έχει για πάντα χαθεί. Κλαίνε κι εκείνες μαζί τους. Υστερα, αφήνουν στην ησυχία τους τους δύο άντρες με το πέτρινο αγόρι τους και ξανακαταπιάνονται με τα δικά τους. Ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης, συνεχίζει να διαβάζει το ημερολόγιο ανασκαφής «εν Νύση, επί Μαιάνδρω, 1922»:
Μη αισθανόμενος εαυτόν αρκούντως ασφαλή ο κύων μεταξύ των χειρών του μικρού του συντρόφου, και πιεζόμενος δυσαρέστως πατεί εισέτι με το εν εκ των οπισθίων σκελών επί του εδάφος και δια του ετέρου κάμνει κίνησιν ώς να ήθελε να απαλλάξει το σώμα του ηπίως από της περισφίξεως. Η πράξις προξενεί πολλήν ηδονήν εις τον ατάσθαλον μικρόν και εν τω προσώπω του εικονίζεται όλη η χαρά και ικανοποίησις δια το μέγα κατόρθωμα».