«Το μέλλον δεν θα ‘ρθει από μονάχο του έτσι νέτο σκέτο αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς» έλεγε ο
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Και τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, επίσης. Η ικανοποίηση οποιουδήποτε αιτήματος προϋποθέτει επιχειρήματα, επιμονή, μαχητικότητα, επαναληπτικότητα, όπως και φαντασία για να το κρατάς στον «αφρό». Οι ελληνικές κυβερνήσεις όμως δεν διαθέτουν σε ικανό βαθμό κανένα. Πεπεισμένοι ότι η ηθική διάσταση του αιτήματος της επιστροφής τους από το
Βρετανικό Μουσείο είναι πολύ ισχυρή (και είναι) παραμένουν σε αυτήν, με συνέπεια να το αποδυναμώνουν.
Τι φταίει; Η απουσία σοβαρής, εθνικής πολιτικής απέναντι στο ζήτημα. Περισσεύουν, έτσι, οι αυτοσχεδιασμοί. Οταν οι συγκυρίες βοηθούν, τα Μάρμαρα του Παρθενώνα έρχονται και πάλι στο προσκήνιο. Οταν δεν βοηθούν, καταποντίζονται. Ωστόσο, ένα αίτημα τόσο «ανατρεπτικό» για το στάτους των μεγάλων μουσείων του κόσμου, χρειάζεται κάτι πολύ μεθοδικότερο από σπασμωδικές κινήσεις για να ευοδωθεί.
Η
Μελίνα Μερκούρη, που το συνέλαβε, είχε συλλάβει με τόλμη αλλά και σωφροσύνη τα επόμενα βήματα: δήλωση ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει πως τα παρθενώνεια γλυπτά είναι αναπόσπαστα μέρη ενός μοναδικού μνημείου και ότι δεν θα διεκδικήσει κάτι άλλο εκτός από αυτά. Πρόγραμμα ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων γύρω από την Ακρόπολη (που έχει ολοκληρωθεί) ώστε να καταρριφθεί το βρετανικό επιχείρημα πως η μόλυνση θα τα κατέστρεφε σε περίπτωση επιστροφής. Και, ανέγερση ενός μεγάλου μουσείου για τα ευρήματα της Ακρόπολης, αναγκαίου ούτως ή άλλως για τόσο λαμπρά ευρήματα, που ασφυκτιούν σε έναν μικρό και ακατάλληλο χώρο.
Αντιδράσεις για την ανέγερση του Μουσείου και αποσπασματική αντιμετώπιση του θέματος, δεν επέτρεψαν, ωστόσο, να είμαστε σήμερα σε καλύτερη θέση. Αν και οι Αγγλοι μάς έδωσαν μόνοι τους ένα ακόμη επιχείρημα, περί του ότι δεν είναι δυνατόν να φυλάξουν σωστά τα γλυπτά: πρόκειται για τον βάναυσο καθαρισμό τους κατά τη δεκαετία του ’30, που στέρησε τα υπέροχα αυτά έργα τέχνης από την επιδερμίδα τους, κάτι που δεν έχει μόνο αισθητικά κακά αποτελέσματα. Ταυτοχρόνως εγκυμονεί κινδύνους για τη συντήρηση της επιφάνειάς τους.
Οι κυβερνήσεις από το ‘89 μέχρι το ’93 δεν έκαναν και πολλά, ή, για να ακριβολογούμε, δεν έκαναν σχεδόν τίποτα. Η Μελίνα επέστρεψε το 1993 στο υπουργείο, για πολύ λίγο πάντως. Προλαβαίνει να βοηθήσει στη μεταστροφή της βρετανικής κοινής γνώμης μέσα από μια εκπομπή του Καναλιού 4. Το περίπου 90% αποδοχής του ελληνικου αιτήματος, ποστοστό θρυλικό, άλλαξε τις ισορροπίες και έπεισε ακόμα και τους πλέον δύσπιστους.
Οι διάδοχοί της μέχρι και τον
Ευάγγελο Βενιζέλο στην πρώτη θητεία του, δεν διέπρεψαν. Αν και τότε ανέλαβαν την διακυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας οι Εργατικοί, οι οποίοι είχαν υποσχεθεί στην Ελλάδα πως θα της επιστρέψουν τα κλεμμένα αρχαία του Παρθενώνα όταν θα ξαναγίνουν κυβέρνηση. Ο κακός, βιαστικός, επιπόλαιος, ανεύθυνος χειρισμός από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ήταν το πρώτο βήμα: ανταποκρίτρια ελληνικού τηλεοπτικού καναλιού ρωτά τον
Μπλαιρ μόλις έχει αναλάβει τα καθήκοντα και, βεβαίως, αγνοεί το θέμα. Ετσι, εκείνος αρνείται σθεναρά- ακόμα και αν υπήρχε κάποια περίπτωση να συμφωνήσει, χάνεται δια παντός. Στη συνέχεια θα φτάσουμε μέχρι την κίνηση
Σημίτη, που και πάλι αποκάλυψαν οι κάμερες, να ζητά τα Μάρμαρα από τον Βρετανό πρωθυπουργό σαν να του ζητά... λαχανάκια Βρυξελών: επειδή, λέει, θα βοηθήσουν το ΠΑΣΟΚ στην προεκλογική εκστρατεία. Ανατριχιαστικό!
Η
Ελισάβετ Παπαζώη θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση, καθώς σε εκείνην πέφτει το βάρος να παρουσιάσει αναλυτικά τις ελληνικές θέσεις στην επιτροπή που συνέστησε το Βρετανικό Κοινοβούλιο ώστε να διερευνηθούν τέτοιες περιπτώσεις και κατά πόσο είναι πολιτικά νόμιμη η κατοχή. Με τη συμβολή της τότε γενικής γραμματέως
Λίνας Μενδώνη, που είναι αρχαιολόγος, θα καταρτίσει έναν εξαιρετικό φάκελο τον οποίο μπορείτε να βρείτε
εδώ.
Ο επόμενος υπουργός,
Θεόδωρος Πάγκαλος, θα κωδικοποιήσει την ελληνική θέση για τη διεκδίκηση των Μαρμάρων, προκειμένου η ελληνική αντιπροσωπεία να καταθέσει στο Βρετανικό Κοινοβούλιο (
Γιώργος Παπανδρέου. Λίνα Μενδώνη, Ζυλ Ντασέν). Η κατάθεση ήταν θαυμάσια,προσεκτικά και μεθοδικά προετοιμασμένη, τα επιχειρήματα άριστα, όμως οι ελληνικές θέσεις δεν έγιναν δεκτές. Προβλήθηκε ως αίτιο πως δήθεν δεν υπήρξαν νομικά επιχειρήματα, όταν είναι γνωστό πως 200 χρόνια μετά, όλα τα εγκλήματα έχουν παραγραφεί- δεν γνωρίζω αν ακόμα και αυτό της γενοκτονίας!
Ο
Ζυλ Ντασέν καταρρίπτει ένα ακόμη επιχείρημα, ότι στο Βρετανικό Μουσείο τα βλέπουν πολλοί, λέγοντας:
τότε, ας τα στείλουμε στην Κίνα!
Ακολυθούν επιστολές Βενιζέλου στην Βρετανίδα ομόλογό του
Τέσα Τζόουλ και «εκστρατείες» του στο Λονδίνο, που δεν έχουν αποτελέσματα. Προτείνει μέχρι και δημιουργία παραρτήματος του Μουσείου στο Νέο Μουσείο Ακροπόλεως αν επιστραφούν τα αρχαία. Εις μάτην. Το Μουσείο, μαζί με 14 ακόμη μουσεία του κόσμου, διατρανώνει ότι δεν θα επιστρέψει τίποτα. Λίγα χρόνια μετά, το
Μητροπολιτικό και το
Γκετύ, αναγκάζονται να κάνουν το αντίθετο από αυτό που έχουν διακηρύξει.
Παρασκηνιακά, ο καθηγητής
Δημήτρης Παντερμαλής που ορίζεται από την ελληνική κυβέρνηση διαπραγματευτής με το Βρετανικό Μουσείο, έχει πολύ σημαντικότερα αποτελέσματα. Το Μουσείο, πλέον, δεν μιλά για «ελγίνεια» αλλά για «Μάρμαρα του Παρθενώνα». Οι επαφές συνεχίζονται και μια ακόμη σύσταση της ΟΥΝΕΣΚΟ για επανάληψή τους, ετοιμάζεται υπό την άγρυπνη φροντίδα της εφόρου αρχαιοτήτων Ακροπόλεως
Αλκηστης Χωρέμη. Και τότε, αλλάζει η κυβέρνηση, αλλάζει και ο διαπραγματευτής. Είναι, πλέον ο
Αγγελος Δεληβορριάς, που αλλάζει και τακτική. Προτείνει αντίδωρα με μακροχρόνιους δανεισμούς- κάτι που έχει αντιπροτείνει και ο
Ευάγγελος Βενιζέλος με μεγάλες εκθέσεις. Προτείνει αλλαγή συμπεριφοράς. Η επιστροφή ενός θραύσματος, που κατείχε το Πανεπιστημιακό Μουσείο της Χαϊδελβέργης, σήμανε κυβερνητικούς πανηγυρισμούς. Πόσο κοντά μάς έφερε, άραγε, στην επιστροφή; Ποια είναι τώρα η τακτική μας; Με τι επιχειρήματα θα ζητήσουμε τον Φεβρουάριο από την ΟΥΝΕΣΚΟ νέα σύσταση; Τι θα γίνει στο μέλλον; Αγνωστο.
Υπάρχει ακόμη ένα θέμα που δεν θίχτηκε μέχρι τώρα, και είναι οι περιπέτειες του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως. Αναγκαστικά θα επανέλθουμε, λοιπόν, για ένα τελευταίο κείμενο.