Αν οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου είχε τα ευρήματα του Μουσείου Ακροπόλεως, θα έκανε ό,τι μπορούσε για να τα παρουσιάσει όπως τους αξίζει. Μονάχα η Ελλάδα επαναπαύθηκε στη δόξα και στην ομορφιά τους και παραλίγο να χάσει το τραίνο του εκσυγχρονισμού. Περίπου ενάμιση αιώνα από τον εντοπισμό τους στο Ιερό Βράχο, τα αρχαία είναι στριμωγμένα σε ένα κτήριο- μουσείο του 1865 όπου δεν μπορούν όχι να αναδειχθούν αλλά ούτε να «αναπνεύσουν». Ο κίνδυνος ατυχήματος είναι τεράστιος, αφού στο μικρό μουσείο, (έργο Κάλκου, βεβαίως και
διατηρητέο πλέον) που βρίσκεται πίσω από τον Παρθενώνα στριμώχνονται από μερικές δεκάδες μέχρι πολλές χιλιάδες επισκέπτες καθημερινά, οι οποίοι, με τις σημερινές συνθήκες, «βλάπτουν» τα αρχαία. Η ανάγκη για ένα νέο μουσείο της Ακρόπολης είχε επισημανθεί εδώ και δεκαετίες αλλά μόλις στη δεκαετία του ’70 οπότε και άλλαξαν-ευτυχώς- οι αντιλήψεις μας περί μουσείων, υπήρξαν οι πρώτες πρωτοβουλίες. Το υπουργείο Πολιτισμού έκανε δύο πανελλήνιους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, το 1976 και 79 αντίστοιχα, που απέβησαν άκαρποι. Ως χώρος είχε ορισθεί το οικόπεδο Μακρυγιάννη.
Το 1989 η ΜελίναΜερκούρη προκήρυξε διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό με δυνατότητα επιλογής από τον μελετητή μιας από τις τρεις θέσεις: οικόπεδο Μακρυγιάννη, Διόνυσος ή Κοίλη. Ο διαγωνισμός διεξήχθη υπό την αιγίδα της Διεθνούς Ενωσης Αρχιτεκτόνων και συμμετείχαν σε αυτόν 438 γραφεία από 41 χώρες του κόσμου. Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής ήταν ο καθηγητής Γεώργιος Κανδύλης και το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στους Μανφρέντι Νικολέτι και Λούτσιο Πασαρέλι από την Ιταλία. Το δεύτερο βραβείο πήραν οι Ελληνες Τάσος και Δημήτρης Μπίρης, Πάνος Κόκκορης και Ελένη Αμερικάνου. Το τρίτο βραβείο δόθηκε στον Ρέιμουντ Αμπραχαμ.
Μια προσφυγή του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων κατά του διαγωνισμού στο Συμβούλιο της Επικρατείας ανέτρεψε τα πάντα, αφού οδήγησε σε ακύρωσή του. Τον Ιανουάριο του 19945 λύθηκε η σύμβαση με τους Ιταλούς. Η πολιτεία προσπάθησε να ξεπεράσει τον σκόπελο ιδρύοντας τον Οργανισμό για την Ανέγερση του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως και αναθέτοντάς του το έργο, σε συνεργασία με το Ιδρυμα «Μελίνα Μερκούρη».
Κι ύστερα ήρθαν οι ανασκαφές. Οι έφοροι αρχαιοτήτων Ακροπόλεως έλεγαν
μέχρι τότε ότι το οικόπεδο Μακρυγιάννη είναι ελεύθερο αρχαιοτήτων. Τα έργα του μετρό απέδειξαν το τραγικό λάθος τους- για το οποίο δεν θεώρησαν αναγκαίο να κάνουν έστω μια αυτοκριτική, να ζητήσουν μια συγγνώμη. Η ανασκαφή στο οικόπεδο Μακρυγιάννη ξεκίνησε το 1997 και μέχρι το 1999 είχε φέρει στο φως μια συνοικία της μεσοβυζαντινής Αθήνας, με κατοίκηση, όμως, από τα γεωμετρικά χρόνια. Κατόπιν τούτου, το σχέδιο έπρεπε να αλλάξει. Οι Νικολέτι- Πασαρέλι έφυγαν και έγινε νέος αρχιεκτονικός διαγωνισμός με το σύστημα εκδήλωσης ενδιαφέροντος.
Ο Σαντιάγο Καλατράβα, ο Καρλ Γκέρτις (διευθυντής του Ινστιτούτου για την Κατασκευή Οικολογικών Κτηρίων που εξοικονομούν ενέργεια) και ο διευθυντής των Μουσείων Αρχαιοτήτων του Βερολίνου Βολφ- Ντίτερ Χαϊλμάγιερ ήταν ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής αξιολόγησης του διαγωνισμού. Η επιτροπή έκρινε τις 14 προτάσεις που ξεχώρισαν από την πρώτη φάση του διαγωνισμού (καλοκαίρι 2001) και έδωσε το πρώτο βραβείο στον Μπερνάρ Τσουμί και τον Μιχάλη Φωτιάδη (Σεπτέμβριος του 2001).
Ταυτοχρόνως η επιτροπή που προεδρεύεται από τον κ. Δημήτρη Παντερμαλή, πρόεδρο του ΟΑΝΜΑ, συζήτησε το κτιριολογικό και εκθεσιακό πρόγραμμα του μουσείου. Το σχέδιο παρουσιάστηκε στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο τον Σεπτέμβριο του 2001 και σύμφωνα με αυτό, το μουσείο θα έχει εμβαδόν 21.000 τετραγωνικών μέτρων. Η σημαντικότερη αίθουσά του θα είναι η αίθουσα του Παρθενώνα, εμβαδού 3.200 τετραγωνικών μέτρων, με φυσικό φωτισμό. Εκεί θα τοποθετηθούν τα Παρθενώνεια Γλυπτά όταν επιστρέψουν από το Βρετανικό Μουσείο και τα γλυπτά από τον ναό που βρίσκονται στην Αθήνα.
Τότε ξεκίνησε μια φρενήρης αντιπαράθεση που έφερε περισσότερες από 100 προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα διοικητικά δικαστήρια και μια μηνυτήρια αναφορά ενός βουλευτή: του Πέτρου Τατούλη, κατά όσων είχαν οποιαδήποτε ανάμειξη με το μουσείο (αρχαιολογική υπηρεσία, κεντρικό αρχαιολογικό συμβούλιο, φορείς). Αν αναλογιστεί κανείς πως μόνο σε παραστάσεις δικηγόρων πληρώθηκαν περισσότερα από 150 εκατομμύρια δρχ. εύλογα θα αναρωτηθεί πού βρίσκονταν τόσα χρήματα. Το μουσείο έχασε το τραίνο του 2004 (ένα «χαρτί» που θα αποτελούσε ισχυρό προπαγανδιστικό μέσο για το αίτημα της επιστροφής των Μαρμάρων ενόψει Ολυμπιάδας) και παραλίγο θα έχανε όλα τα τραίνα, καθώς μέχρι το 2004 οι μηνύσεις και οι προσφυγές συνεχίζονταν αθρόες.
Η κυβερνητική αλλαγή έφερε τον Πέτρο Τατούλη στη θέση του υφυπουργού Πολιτισμού με υφισταμένους όλους εκείνους που είχε μηνύσει. Δεν πήρε όμως πίσω καμιά από τις κατηγορίες που τους είχε απευθύνει μέχρις ότου, τον Νοέμβριο του 2005 πήγε στην ανακρίτρια που διερευνά την υπόθεση και παραδέχθηκε ότι είχε πλανηθεί. Τι να το κάνει κανείς όταν χάθηκαν τόσα και τόσα; Βεβαίως, μένει η ηθική δικαίωση των ανθρώπων που ασχολήθηκαν με το έργο. Και το έργο προχωρά. Αν η διχόνοια δεν είχε πρυτανεύσει και όλη αυτή η ένταση και η δυναμική είχαν χρησιμοποιηθεί θετικά, για να βοηθηθεί το μουσείο, πόσο θα είχε ωφεληθεί η χώρα μας!